Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η ιστορία μια ενήλικης κοπέλας.
Τα χρόνια της εκείνα που οι αισθήσεις τις έχουν αρχίσει να  αποκτούν πραγματικό νόημα, ουσιαστική ανακάλυψη του κόσμου.
Κάθεται μπροστά από έναν καθρέφτη, έναν μεγάλο ξύλινο καθρέφτη με εντυπωσιακές γωνίες, δώρο του παππού της που είχε πολλά να τις θυμίζει από τα παιδικά της χρόνια.
Τοποθετημένος, όπως πάντα, στη γωνία του πελώριου δωματίου της.
Εκεί καθόταν μικρή και παρατηρούσε τον εαυτό της με τις ώρες, αντίκριζε το είδωλό της ξανά και ξανά από διαφορετικές γωνίες. Μέσα απ΄αυτόν ανακάλυπτε την ίδια και τον κόσμο. Θεωρούσε πως γνώριζε καλά τον εαυτό της,
«Σ’ έχω συνηθίσει » του λεγε και να σκεφτείς πως μόλις διένυε την περίοδο που οι αισθήσεις τις είχαν αρχίσει να αποκτούν νόημα.
Ματαιοδοξία . . .
Έπαιρνε γκριμάτσες και έκανε κάτι απίστευτες κινήσεις με το σώμα της, της άρεζε να το παρατηρεί, να ανακαλύπτει την ομορφιά του και τις απίστευτες δυνατότητες που έχει. Στόλιζε το πρόσωπο της, φορούσε τα πιο όμορφά ρούχα της, που συνήθως τα δημιουργούσε η ίδια, μια μακριά φούστα από ένα σεντόνι και μια μπλούζα από ένα φουλάρι  και χόρευε . . .
Καταλάβαινε ότι ήθελε κάτι παραπάνω απ΄αυτό που έβλεπε, αυτή η εικόνα δεν θύμιζε τίποτα παραπάνω τώρα πια, παρα μόνο το είδωλό της. Αντιλαμβανόταν τον καθρέφτη σαν ένα μεγάλο τοίχος, το οποίο αν κατάφερνε να γκρεμίσει ίσως ένιωθε κάποιο είδος ευτυχίας.
Την φόβιζε.
Αγαπούσε πραγματικά τον εαυτό της!
Το σώμα της, από την κορυφή των μαλλιών της μέχρι και τα δάχτυλα των ποδιών της, άρχισαν να παίρνουν μια ολοκληρωμένη μορφή. Κάποιες φορές προκλητική και ευχάριστη, κάποιες αδιάφορη. Είχε όμορφα μαύρα πλούσια μαλλιά και ένα αυθεντικό χαμόγελο . . . από μαργαριτάρια. Το ξύλινο δαχτυλιδάκι, που είχε βρει τυχαία στο δρόμο για το σχολείο, και μια κόκκινη κλωστή τυλιγμένη  γύρω από τον λαιμό της ήταν τα στολίδια της. Άγγιζε τον καθρέφτη και ένιωθε ότι υπάρχει ένας τεράστιος δρόμος πίσω απ’ αυτόν. Ένας δρόμος κοινός για όλους. Σ’ άλλους φάνταζε όμορφος, σ΄άλλους επικίνδυνος, σε κάποιους μέχρι και αδιάφορος . . .
Ένιωθε κάτι να την τραβάει και να την προκαλεί να τον περπατήσει, υπήρχε όμως και αυτός ο τοίχος. Διάολε. .  .
Είχε πολύ δουλειά ακόμα για να τον γκρεμίσει ολόκληρο. Ποτέ δεν σκέφτηκε να τρυπώσει από κάποιο μικρό κενό που θα ανακάλυπτε τυχαία.
Σου είπα . . . αγαπούσε πραγματικά τον εαυτό της!
« Η ομορφιά δεν βρίσκεται εδώ μέσα » φώναξε.
« Είναι πίσω απ’ αυτόν, στο δρόμο . . . ! » άρχισε να το καταλαβαίνει.
Ο δρόμος φαινόταν όμως τόσο μακριά.
Άρχισε να βγαίνει έξω, να επικοινωνεί ουσιαστικά με τον κόσμο, να περπατάει με τις ώρες παρατηρώντας ότι υπήρχε γύρω της. Εξάλλου ήταν σε ηλικία που η αφή της, η όραση της, η ακοή της, η όσφρηση και οποιαδήποτε άλλη αίσθηση μπορείς να φανταστείς, είχαν αρχίσει να αποκτούν πλέον νόημα. Ποτέ δεν έπαψε να αναζητά τον δρόμο.
Η γυναικεία της φύση έκανε αισθητή την παρουσία της απ’ τα παιδικά της ακόμα χρόνια. Ένα υπέροχο σώμα, όμορφα χέρια, μάτια . . . Μόνο η κίνησή της στο χώρο, η σκιά της που απλωνόταν στο ξύλινο εκείνο δάπεδο ήταν ικανά για να σε παρασύρουν. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν την ομορφιά ιδιαίτερος, μια κοπέλα σ΄αυτήν την ηλικία να έχει μια τέτοια αντίληψη, απίστευτο!
Ξέχασε για λίγο τον δρόμο, έλυσε τα μαλλιά της με μια απλή κίνηση, η μυρωδιά τους ήταν μεθυστική, το πρόσωπο της γαλήνιο, τα μάτια της, το χαμόγελο. . .
 Όλα πάνω της ήταν τόσο φυσικά. Οι κινήσεις των χεριών της στο άγγιγμα της κορυφής του κεφαλιού της, των μαλλιών της ήταν τόσο προσεκτικές, θαρρείς πως ήταν εύθραυστα.
Μαγευτική εικόνα!
Είχε ερωτευτεί . . .
Ξέρεις όταν ερωτεύεσαι ξεχνάς το τοίχος.
Ένιωσε την ανάγκη να ευχαριστήσει το σώμα της, κάθε μέλος του ξεχωριστά, αλλά κυρίως την καρδιά της. Ποτέ, από τη στιγμή που ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν σταμάτησε να χτυπά για να της θυμίζει ότι ζει, ότι υπάρχει, ότι αισθάνεται . .  .
Δεν την είχε ευχαριστήσει ποτέ ξανά ως τώρα.
Κάθε φορά που γκρέμιζε ένα μέρος του πελώριου τοίχου η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά, ζούσε!
Ο καρέφτης είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε παράθυρο.
Κταλαβαίνεις,έτσι ;
Εκείνο το βράδυ, μόλις επέστρεψε σπίτι, στήριξε το σώμα της στο ξύλινο κρεβάτι και φοβόταν πως δεν θα αντίκριζε το είδωλο της, στον ξύλινο καθρέφτη στη γωνία του δωματίου της. Φοβόταν πως ο τοίχος θα είχε υψωθεί ξανά. . . πιο ψηλά αυτή τη φορά.
« Δε σε φοβάμαι » είπε, θέλοντας να πείσει τον εαυτό της και τα δάκρυα της είχαν κάνει ήδη το πρώτο τους ταξίδι πάνω στο κατά τ’ άλλα γαλήνιο πρόσωπό της.
« Πως θα απαλλαχτώ απ’ το τοίχος; Πώς να το γκρεμίσω χωρίς να ξανά υψωθεί εκεί ψηλά;»
Εκείνη η εικόνα . . . Θυμάσαι;
Έλυσε τα μαλλιά της με μια απλή κίνηση . . .
Τι θλιβερή εικόνα . . .
                                Ίσως ο καθρέφτης να έχει σπάσει τώρα πια, ίσως το τοίχος να χει γκρεμιστεί.


E.


1 σχόλιο: