Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

εξαγνισμός

Κοιτώ προς εκεί που υπολογίζω πως είναι η θάλασσα και βλέπω δυο σειρές. Μια από φώτα και μια από κατάρτια..
Ξαναϋπολογίζω και διαπιστώνω πως εκεί δεν έχει παραλία. Μόνο αγνή και καθάρια θάλασσα. Έτσι φαντάζομαι πως τα φώτα φέγγουν τη θάλασσα. Και γελώ. Γιατί είναι άσκοπο. Λες και η λάμψη της θάλασσας είχε την ανάγκη χρηματοδότησης του οποιουδήποτε έντισσον και των ανακαλύψεών του. Κάπως έτσι αποστρέφω το βλέμμα και κοιτώ προ την άλλη. Πίσω από το βουνό αναδύεται μια ελαφρά λάμψη κι ένα πεύκο. Φαντάζομαι πως είναι τα φώτα κάποιας μακρινής πόλης και ένα πέυκο.
Ξεφαντάζομαι και πιστεύω πως είναι η λάμψη της θάλασσας. Κάνω βουτιά και βουτάω στα νερά της. Τώρα τα βλέπω όλα καθαρά. Αυτοκτονημένοι νέοι που βούτηξαν σύσσωμοι με τις μηχανές τους- ή χωρίς- ζουν πια αμέριμνοι σε εφηβικά ή μετεφηβικά όνειρα' διασχίζουν το βυθό περήφανοι πειρατές διεκδικώντας και κατακτώντας κλεμμένους θησαυρούς. Και άλλοι.
Και γυρίζω πίσω σε εδάφη γνώριμα. Συναντώ γονικά χαμένα στην εξέλιξη και μια ζεστασιά και σιγουριά εμβρύου. Και με χωρίζει – σκέψου – μόνο / ή μια ολόκληρη παραλία από τα αντιαισθητικά οικοδομήματα, από τη λατρεία του πλούτου και την λαγνεία της ιδιοκτησίας. Κι έτσι, άνθρωπος γυμνός και πλημμυρισμένος με υγρό χρόνων αμοιβαίας καρτερικότητας για τούτη τη συνάντηση, γλιστράω κοντά και γεύομαι τον πλούτο που με γεμίζουν κοράλλια ζωντανά. Ξεπλένομαι από τον βούρκο της αχόρταγης επιθυμίας για υλισμό από σπόγγους που οικειοθελώς τον ρουφούν, χαϊδεύοντας το κορμί μου καθώς με ετοιμάζουν να ενδυθώ τα αγνά ιμάτια της γύμνιας, της αντανάκλασης του ηλίου και της λαγνείας με τα των ετέρων πλασμάτων της φύσης..
Κι έτσι κάπως από τα κύματα της ονείρωξης, οδηγούμαι στον αφρό, αντιμετωπίζοντας την παροδικότητα της ισχύς της φουρτούνας και ανυπομονώντας για την επόμενη ένωση με την επιτέλους γνώριμη, μυστηριωδώς οικεία και χιλιοπερπατημένη άγνωστη άβυσσο..

                                                                   bang bank
                                                                      
                                                                                     

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

ΚΛΑΣΙΚΑ...ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ

Χριστέ, ζεις εσύ μας οδηγείς
Λε-λε-λευτεριά σε Ιησού και Βαραββά
Εμπρός, Χριστέ, μη σκύβεις το κεφάλι ο μόνος δρόμος είναι Ανάσταση και πάλι  Ιούδα, κουφάλα, έρχεται κρεμάλα
Ούτε στο σταυρό ούτε στις φυλακές ο Ιησούς Χριστός δε λύγισε ποτές
Ρωμαίοι, λέρες ακόμα λίγες μέρες
Η σταύρωση δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις στο Γολγοθά γεννιούνται οι συνειδήσεις - Εμπρός, πιστέ, μη σκύβεις το κεφάλι ο μόνος δρόμος είναι κερί και μανουάλι
Ο πιστός δεν ξεχνά τον Ιούδα τον κρεμά
Δεν κάναμε ακόμα το τελευταίο ντου αυτές οι νύχτες είναι του Ιησού
Βενζίνη και μπουκάλι στου Ιούδα το κεφάλι
Η αλληλεγγύη κάνει τον κόσμο μας ωραίο λευτεριά στο σύντροφο Ιησού τον Ναζωραίο
 Ένας στο σταυρό χιλιάδες στο ναό - Πίσω, Φαρισαίοι Εμπρός σύντροφοι

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΙΟΝ...

Βάδιζε αφηρημένα στο δρόμο όταν άξαφνα, το είδε. Ήταν ένα θεόρατο και όμορφο βουνό από χρυσάφι.
Ο ήλιος το έλουζε και η επιφάνεια του έστελνε πολύχρωμες ανταύγειες που το έκαναν να μοιάζει με διαστημικό αντικείμενο βγαλμένο από ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το κοίταξε λίγο υπνωτισμένος.
«Άραγε ανήκει σε κάποιον;» συλλογίστηκε.
Κοίταξε ολόγυρα αλλά δεν είδε κανέναν.
Τελικά, πλησίασε και το άγγιξε. Ήταν ζεστό.
Πέρασε τα δάχτυλα του στην επιφάνεια κι ένιωσε πως η απαλότητά του στην αφή ήταν ανάλογη της λάμψης και της ομορφιάς του.

«Το θέλω δικό μου» σκέφτηκε.
Πολύ απαλά, το σήκωσε κι άρχισε να περπατάει με αυτό αγκαλιά έξω από την πόλη.
Μαγεμένος, μπήκε τελικά στο δάσος και κατευθύνθηκε προς ένα ξέφωτο.
Εκεί, κάτω από τον ήλιο του απογεύματος, τοποθέτησε το χρυσάφι με προσοχή στο χορτάρι κι έκατσε να το θαυμάσει.
«είναι πρώτη φορά που έχω κάτι πολύτιμο μόνο για εμένα. Κάτι δικό μου. Μόνο δικό μου!» - σκέφτηκαν και οι δύο ταυτοχρόνως.
Μπουκάι Χ.