Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Για όσους ψάχνουν τον δρόμο τους μετοικίζοντας, ξεχνώντας προσπερνώντας.Αυτό είναι!Ζω

Βρήκες το δρόμο σου, ή η αναζήτηση αυτού είναι που σε ανανεώνει. Πόσο όμορφη κίνηση αυτή όταν με τον αντιχείρα σου ακουμπάς  το λαιμό σου σαν να παίρνεις τον σφυγμό σου να δεις αν ο ρυθμός σου ταιριάζει εδώ.
Τίποτα δεν έμεινε. 
Μετα από χρόνια αποκαΐδια, ανασηκώνονται από τον αέρα που φτιάχνουν τα ποδιά σου, και λερώνουν την άκρη σου.
Χάθηκα κι απόψε σε ατελείωτες κουβέντες, ποιήματα, τσιγάρα. Μου μίλησες για την ποίηση των ξηρών καρπών κι εγώ γελούσα. Αγαπούσα αλλά καθόλου. 
Κι εσύ, κι εσύ, κι εσένα, κι εσένα.
Μπορώ να σκεφτώ τις κινήσεις αργά και πιο πολύ τις πτώσεις. Τις  κινήσεις που εσύ δεν ορίζεις. Μ’ αρέσει η ‘απόλυτη’ ησυχία, εκεί που ακούγεται ο κλεφτής να γρατζουνά το ξύλο του γραφείου. Το πώς αλλάζουν τα γράμματα μου μετά από σένα.
Μια λέξη, μια λέξη. 
Κι άλλη και φτάνω στον πάτο της σελίδας.
Θα ‘ρθει, θα ‘ρθει, χάθηκε για λίγο στην απτή διάσταση του χρόνου. Εκει πίσω από απ’το δέντρο γλείφει τις άκρες των μαλλιών του.
‘Άσε έκλεισε κι εκείνος ο τόπος.
Κι εκείνος, κι εκείνος.
Έμεινε μόνο η ολοστρόγγυλη θάλασσα ‘Ένα απόγευμα, ότι πέθανε στον αφρό θα έρθει να σου ζητήσει τα ρέστα. Πλήρωσες το ταξίδι των άλλων κι έμεινες χωρις εισητήριο για την δική σου περιπλάνηση. Ένα δεν θέλω. Nα είμαι τετριμμένη. Aυτό δεν θέλουν όλοι, για αυτό είναι όλοι τόσο.
Θυμήθηκες εκείνο το μεταλλικό κουτί με τα δύο ταφ και όχι με τα δύο λάμδα που είχε μέσα του τη γνώση που μαζέψαμε με κόπο, όταν ο κήπος γέμιζε με αηδόνια κι εγώ στεκόμουν ακίνητη να ζώ τη ζωή τους, στο δικό μου χρόνο. Σε πέντε, δέκα μέρες θα είναι έτοιμα να πετάξουν κι εγώ θα έχω περάσει άλλη μια βδομάδα καρφωμένη στη γη.
Έκλεισε, αρχή. 

Απο Δ.